γυρωτικός

γυρωτικός
η , ό[ν] заклёпочный;

γυρωτικός ήλος — заклёпка


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "γυρωτικός" в других словарях:

  • γυρωτικός — ή, ό 1. χρήσιμος για τη γύρωση 2. «γυρωτικοί ήλοι» (αλλιώς, κοινώματα, τζαβέτες, καρφιά τής λαμαρίνας) καρφιά που χρησιμοποιούνται για τη σύνδεση σιδερένιων ελασμάτων …   Dictionary of Greek

  • τζαβέτ(τ)α — η, Ν καρφί για σύνδεση σιδερένιων ελασμάτων, γυρωτικός ήλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. gavetta] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»